- κηρόχαρτο(ν)
- το восковка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κηρόχαρτο — το μεμβράνη που αποτελείται από λεπτό φύλλο χαρτιού επαλειμμένο με κηρώδη ουσία και η οποία χρησιμοποιείται ως μήτρα για τον πολλαπλασιασμό αντιγράφων στον πολύγραφο, αφού προηγουμένως γραφεί πάνω της με τα πλήκτρα γραφομηχανής ή χαραχθεί με… … Dictionary of Greek
κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… … Dictionary of Greek